- μογέω
- μογέω (ΑΜ)κατασκευάζω με κόπο, εκπονώαρχ.1. μοχθώ, κοπιάζω, καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι («ἐξ ἔργων μογέοντες», Ομ. Οδ.)2. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζω («μάλα πολλὰ πάθον καὶ πολλὰ μόγησα», Ομ. Ιλ.)3. πονώ, θλίβομαι, ασθενώ («συμπονήσατε τῷ νῡν μογοῡντι», Αισχύλ.)4. χάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μόγος].
Dictionary of Greek. 2013.